εναλιος

εναλιος
    ἐνάλιος
    ἐν-άλιος
    эп.-дор. εἰνάλιος 3 и 2
    (ᾰ)
    1) морской
    

(κορῶναι Hom.; ἄκατος Pind.; πόροι Aesch.; θεός Soph., Eur.; νῆσοι, ζῷα Arst.)

    εἰνάλιοι πόνοι Pind., Theocr. — труды рыбаков;
    ἐ. λεώς Soph. — мореплаватели, моряки;
    πόντου ἐναλία φύσις Soph. и τὸ τῶν ἐναλίων γένος Plut. = ἰχθύες

    2) приморский
    

(χθών Eur.; δίαιται Plut.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "εναλιος" в других словарях:

  • ἐνάλιος — in masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ενάλιος — α, ο (AM ἐνάλιος, α, ον και ἐνάλιος, ον Α επικ. και λυρικ. τ. εἰνάλιος, α, ον και ος, ον) αυτός που βρίσκεται ή ζει στη θάλασσα, θαλάσσιος, θαλασσινός (α. «ἐναλίων πόρων», Αισχ. β. «ἐνάλιος λεώς» οι ναυτικοί, Σοφ. γ. «Νηρέος εἰναλίοι τε κόραι» οι …   Dictionary of Greek

  • εἰναλίων — ἐνάλιος in fem gen pl (epic) ἐνάλιος in masc/neut gen pl (epic) εἰνάλιος fem gen pl εἰνάλιος masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰνάλιον — ἐνάλιος in masc acc sg (epic) ἐνάλιος in neut nom/voc/acc sg (epic) εἰνάλιος masc acc sg εἰνάλιος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐναλίων — ἐνάλιος in fem gen pl ἐνάλιος in masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐννάλιον — ἐνάλιος in masc acc sg ἐνάλιος in neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνάλιον — ἐνάλιος in masc acc sg ἐνάλιος in neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰναλίαις — ἐνάλιος in fem dat pl (epic) εἰνάλιος fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰναλίαισι — ἐνάλιος in fem dat pl (epic ionic aeolic) εἰνάλιος fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰναλίη — ἐνάλιος in fem nom/voc sg (epic ionic) εἰνάλιος fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰναλίην — ἐνάλιος in fem acc sg (epic ionic) εἰνάλιος fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»